εκσπρέσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκσπρέσο, ο όρος κατασκευάστηκε το 1996 από τον Jay Bowks. Σημαίνει γλώσσα για τον βιαστικό (στη γλώσσα εκσπρέσο, "La lingua pro la persona in haste").
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκσπρέσο θηλυκό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο
- γλώσσα τεχνητή, απορρέει από την ιντερλίνγκουα