εκτελωνίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκτελωνίζω < εκ- + τελωνίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dédouaner)

Ρήμα[επεξεργασία]

εκτελωνίζω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]