εκφέρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐκφέρω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκφέρω < αρχαία ελληνική ἐκφέρω < ἐκ + φέρω

Ρήμα[επεξεργασία]

εκφέρω (παθητική φωνή: εκφέρομαι)

  1. λέω, εκφράζω
  2. παθητική φωνή εκφέρομαι: διατυπώνομαι, συνοδεύομαι, συντάσσομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]