εκφυλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ek.fi.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐φυ‐λι‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκφυλισμός αρσενικό
- ηθική διαφθορά, ηθική κατάπτωση, εξαχρείωση
- (μεταφορικά) η θεμελιώδης και αρνητική μεταβολή στη φύση, στο χαρακτήρα πράγματος, κατάστασης ή ενέργειας
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις εκφυλίζω και φύλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκφυλισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εκ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)