εκφύλιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκφύλιση | οι | εκφυλίσεις |
γενική | της | εκφύλισης* | των | εκφυλίσεων |
αιτιατική | την | εκφύλιση | τις | εκφυλίσεις |
κλητική | εκφύλιση | εκφυλίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκφυλίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκφύλιση < εκφυλί(ζω) + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκφύλιση θηλυκό
- (βιολογία, ιατρική) η αλλοίωση των ιστών ή κυττάρων ενός οργανισμού που εμποδίζει τη σωστή λειτουργία του
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις εκφυλίζω και φύλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκφύλιση
|