εκχιονισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκχιονισμός οι εκχιονισμοί
      γενική του εκχιονισμού των εκχιονισμών
    αιτιατική τον εκχιονισμό τους εκχιονισμούς
     κλητική εκχιονισμέ εκχιονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκχιονισμός < εκ + χιόνι + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) déneigement)
Εκχιονισμός με τη βοήθεια μηχανήματος.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκχιονισμός αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]