εκχιονιστήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκχιονιστήρας αρσενικό
- τροχοφόρο μηχάνημα οδοποιίας που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση του χιονιού από τους δρόμους
- αντίστοιχο μηχάνημα που χρησιμοποιείται στις σιδηροδρομικές γραμμές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκχιονιστήρας