εκχιονιστήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκχιονιστήρας οι εκχιονιστήρες
      γενική του εκχιονιστήρα των εκχιονιστήρων
    αιτιατική τον εκχιονιστήρα τους εκχιονιστήρες
     κλητική εκχιονιστήρα εκχιονιστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
εκχιονιστήρες (1)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκχιονιστήρας < εκχιονίζω + -τήρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκχιονιστήρας αρσενικό

  1. τροχοφόρο μηχάνημα οδοποιίας που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση του χιονιού από τους δρόμους
  2. αντίστοιχο μηχάνημα που χρησιμοποιείται στις σιδηροδρομικές γραμμές

Μεταφράσεις[επεξεργασία]