εκ μέρους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
εκ μέρους
- εκφράζει την πηγή πληροφορίας ή μηνύματος, μιας ενέργειας κλπ.
- υπήρξαν επιφυλάξεις εκ μέρους των εργαζομένων για την πρόταση
- για μια πράξη που κάνει κάποιος αντιπροσωπεύοντας άλλον
- ο τάδε υπέγραψε το συμβόλαιο εκ μέρους του συλλόγου
- εκ μέρους του δήμου, θέλω να εκφράσω...
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκ μέρους