εκ προοιμίου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
εκ προοιμίου
- εξαρχής, προτού καλά-καλά αρχίσει κάτι, ολοφάνερο από την πρώτη στιγμή, προδιαγεγραμμένο (προοίμιο: η εισαγωγή, ο πρόλογος)