ελαιοπαραγωγός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελαιοπαραγωγός < έλαιο + παραγωγός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ελαιοπαραγωγός οι ελαιοπαραγωγοί
      γενική του/της ελαιοπαραγωγού των ελαιοπαραγωγών
    αιτιατική τον/την ελαιοπαραγωγό τους/τις ελαιοπαραγωγούς
     κλητική ελαιοπαραγωγέ ελαιοπαραγωγοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ελαιοπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό

Επίθετο[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ελαιοπαραγωγός το ελαιοπαραγωγό
      γενική του/της ελαιοπαραγωγού του ελαιοπαραγωγού
    αιτιατική τον/την ελαιοπαραγωγό το ελαιοπαραγωγό
     κλητική ελαιοπαραγωγέ ελαιοπαραγωγό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελαιοπαραγωγοί τα ελαιοπαραγωγά
      γενική των ελαιοπαραγωγών των ελαιοπαραγωγών
    αιτιατική τους/τις ελαιοπαραγωγούς τα ελαιοπαραγωγά
     κλητική ελαιοπαραγωγοί ελαιοπαραγωγά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ελαιοπαραγωγός, -ός, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]