ελαιοφοβικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελαιοφοβικός < αγγλική oleophobic < λατινικά oleum + αρχαία ελληνικά φόβος
Επίθετο[επεξεργασία]
ελαιοφοβικός, -ή, -ό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελαιοφοβικός