ελεγείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ελεγείο | τα | ελεγεία |
γενική | του | ελεγείου | των | ελεγείων |
αιτιατική | το | ελεγείο | τα | ελεγεία |
κλητική | ελεγείο | ελεγεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελεγείο < αρχαία ελληνική ἐλεγεῖον
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελεγείο ουδέτερο
- η ελεγεία
- (ειδικότερα) στην αρχαία ελληνική μετρική, δίστιχο ποίημα, που αποτελείται από ένα δακτυλικό εξάμετρο και ένα δακτυλικό πεντάμετρο στίχο, συνήθως θρηνητικού περιεχομένου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελεγείο
|