ελεγκτήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ελεγκτήριο | τα | ελεγκτήρια |
γενική | του | ελεγκτήριου & ελεγκτηρίου |
των | ελεγκτήριων & ελεγκτηρίων |
αιτιατική | το | ελεγκτήριο | τα | ελεγκτήρια |
κλητική | ελεγκτήριο | ελεγκτήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελεγκτήριο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελεγκτήριο
|