ελεφαντουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελεφαντουργία < ελεφαντουργός<ελέφας+έργο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελεφαντουργία θηλυκό
- η τέχνη της κατεργασίας του ελεφαντόδοτου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελεφαντουργία
|