ελεύθερο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προσομοίωση αθλητή που κολυμπά ελεύθερο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελεύθερο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ελεύθερος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈle.fθe.ɾo/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ελεύθερο ουδέτερο

  1. στυλ κολύμβησης
  2. η άδεια, η συγκατάθεση
    σου δίνω το ελεύθερο να πάρεις ότι θέλεις από εδώ μέσα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ελεύθερο