εμβάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
εμβάζω
- δίνω εντολή για μεταφορά χρηματικού ποσού σε τραπεζικό λογαριασμό τρίτου, συνήθως σε ξένη χώρα.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμβάζω