εμβρίθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμβρίθεια < ελληνιστική κοινή ἐμβρίθεια < αρχαία ελληνική ἐμβριθής < ἐν + βρίθω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμβρίθεια θηλυκό
- η βαρύτητα, η σπουδαιότητα της σκέψης
- ※ Εικοσιπέντε σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του βιβλίου «Τα όρια της ερμηνείας» στα ελληνικά, ο Ουμπέρτο Έκο (1932-2016) έρχεται να απευθυνθεί σε νέες γενιές και ομάδες αναγνωστών, εξηγώντας με εμβρίθεια, αλλά και χιούμορ, τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να διαβάσουμε τη λογοτεχνία.
- Συμβουλές για να διαβάσουμε ένα λογοτεχνικό κείμενο από τον Ουμπέρτο Έκο, Η Καθημερινή (8 Νοεμβρίου 2008)
- ※ Εικοσιπέντε σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του βιβλίου «Τα όρια της ερμηνείας» στα ελληνικά, ο Ουμπέρτο Έκο (1932-2016) έρχεται να απευθυνθεί σε νέες γενιές και ομάδες αναγνωστών, εξηγώντας με εμβρίθεια, αλλά και χιούμορ, τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να διαβάσουμε τη λογοτεχνία.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμβρίθεια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)