εμπέδηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμπέδηση οι εμπεδήσεις
      γενική της εμπέδησης* των εμπεδήσεων
    αιτιατική την εμπέδηση τις εμπεδήσεις
     κλητική εμπέδηση εμπεδήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμπεδήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμπέδηση < αγγλική impedance

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εμπέδηση θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]