εμπαίκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπαίκτης < μεσαιωνική ελληνική ἐμπαίκτης < αρχαία ελληνική ἐμπαίζω (ἐν + παίζω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμπαίκτης αρσενικό (θηλυκό εμπαίκτρια)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπαίκτης