εμπειρισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμπειρισμός οι εμπειρισμοί
      γενική του εμπειρισμού των εμπειρισμών
    αιτιατική τον εμπειρισμό τους εμπειρισμούς
     κλητική εμπειρισμέ εμπειρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμπειρισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εμπειρισμός αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]