εμπειρογνωμοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπειρογνωμοσύνη < εμπειρογνώμονας + -οσύνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμπειρογνωμοσύνη θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εμπειρογνώμων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπειρογνωμοσύνη
|