εμπλέκομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπλέκομαι < εμπλέκω
Ρήμα[επεξεργασία]
εμπλέκομαι
- συμμετέχω σε κάτι
- (μεταφορικά) παίρνω ενεργητικά μέρος σε κάποια κοινή προσπάθεια, αναλαμβάνω υπευθυνότητες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμμετέχω
αναλαμβάνω υπευθυνότητες