εμπλέκομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμπλέκομαι < εμπλέκω

Ρήμα[επεξεργασία]

εμπλέκομαι

  1. συμμετέχω σε κάτι
  2. (μεταφορικά) παίρνω ενεργητικά μέρος σε κάποια κοινή προσπάθεια, αναλαμβάνω υπευθυνότητες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]