εμφύσημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμφύσημα < αρχαία ελληνική ἐμφύσημα ((μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική emphysema)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eɱˈfi.si.ma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμφύσημα ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εμφυσηματικός
- → δείτε τις λέξεις εμφυσώ και φυσώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)