ενίοτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενίοτε < αρχαία ελληνική ἐνίοτε < ἔνι ὅτε (κάποτε)
Επίρρημα[επεξεργασία]
ενίοτε
- (λόγιο) μερικές φορές, καμιά φορά, σε μερικές περιπτώσεις, πότε πότε, πού και πού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενίοτε