εναπόθεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εναπόθεση | οι | εναποθέσεις |
γενική | της | εναπόθεσης* | των | εναποθέσεων |
αιτιατική | την | εναπόθεση | τις | εναποθέσεις |
κλητική | εναπόθεση | εναποθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εναποθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εναπόθεση < ελληνιστική κοινή ἐναπόθεσις < ἐναποτίθημι < αρχαία ελληνική ἐν + ἀποτίθημι < ἀπό + τίθημι. Μορφολογικά αναλύεται σε εν- + απόθεση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εναπόθεση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εναποθέτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εναπόθεση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εν- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)