ενδοκαρδίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενδοκαρδίτιδα οι ενδοκαρδίτιδες
      γενική της ενδοκαρδίτιδας των ενδοκαρδίτιδων
    αιτιατική την ενδοκαρδίτιδα τις ενδοκαρδίτιδες
     κλητική ενδοκαρδίτιδα ενδοκαρδίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενδοκαρδίτιδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐνδοκαρδῖτις, από την αιτιατική ενικού ἐνδοκαρδίτιδα. Συγχρονικά αναλύεται σε ενδο- + καρδ(ιά) + -ίτιδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενδοκαρδίτιδα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]