ενδομήτριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενδομήτριο τα ενδομήτρια
      γενική του ενδομήτριου
ενδομητρίου
των ενδομήτριων
ενδομητρίων
    αιτιατική το ενδομήτριο τα ενδομήτρια
     κλητική ενδομήτριο ενδομήτρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενδομήτριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ενδομήτριος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /en.ðoˈmi.tɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εν‐δο‐μή‐τρι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενδομήτριο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]