ενδόμυχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδόμυχος < αρχαία ελληνική ἐνδόμυχος (που βρίσκεται στο βάθος του σπιτιού)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /enˈðo.mi.xos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενδόμυχος, -η, -ο
- που βρίσκεται στο βάθος του νου, της συνείδησης, της σκέψης ή της ψυχής