ενθαρρυμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενθαρρυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενθαρρύνω
Μετοχή[επεξεργασία]
ενθαρρυμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ενθαρρύνω