ενοικιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενοικιάζω < μεσαιωνική ελληνική ἐνοικιάζω < ἔνοικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ni.ciˈa.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

ενοικιάζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]