ενοικιαστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενοικιαστήριο < ουδέτερο του επιθέτου ενοικιαστήριος ως ουσ.
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενοικιαστήριο ουδέτερο
- ειδικό έντυπο που πληροφορεί το κοινό για τη διάθεση ενός ακινήτου προς ενοικίαση
- συμφωνητικό ή συμβόλαιο που υπογράφεται για την επισημοποίηση μιας ενοικίασης