ενοικώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενοικώ < αρχαία ελληνική ἐνοικέω / ἐνοικῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
ενοικώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενοικώ | ενοικούσα | θα ενοικώ | να ενοικώ | ενοικώντας | |
β' ενικ. | ενοικείς | ενοικούσες | θα ενοικείς | να ενοικείς | (ενοίκει) | |
γ' ενικ. | ενοικεί | ενοικούσε | θα ενοικεί | να ενοικεί | ||
α' πληθ. | ενοικούμε | ενοικούσαμε | θα ενοικούμε | να ενοικούμε | ||
β' πληθ. | ενοικείτε | ενοικούσατε | θα ενοικείτε | να ενοικείτε | ενοικείτε | |
γ' πληθ. | ενοικούν(ε) | ενοικούσαν(ε) | θα ενοικούν(ε) | να ενοικούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενοίκησα | θα ενοικήσω | να ενοικήσω | ενοικήσει | ||
β' ενικ. | ενοίκησες | θα ενοικήσεις | να ενοικήσεις | ενοίκησε | ||
γ' ενικ. | ενοίκησε | θα ενοικήσει | να ενοικήσει | |||
α' πληθ. | ενοικήσαμε | θα ενοικήσουμε | να ενοικήσουμε | |||
β' πληθ. | ενοικήσατε | θα ενοικήσετε | να ενοικήσετε | ενοικήστε | ||
γ' πληθ. | ενοίκησαν ενοικήσαν(ε) |
θα ενοικήσουν(ε) | να ενοικήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ενοικήσει | είχα ενοικήσει | θα έχω ενοικήσει | να έχω ενοικήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ενοικήσει | είχες ενοικήσει | θα έχεις ενοικήσει | να έχεις ενοικήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ενοικήσει | είχε ενοικήσει | θα έχει ενοικήσει | να έχει ενοικήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ενοικήσει | είχαμε ενοικήσει | θα έχουμε ενοικήσει | να έχουμε ενοικήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ενοικήσει | είχατε ενοικήσει | θα έχετε ενοικήσει | να έχετε ενοικήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ενοικήσει | είχαν ενοικήσει | θα έχουν ενοικήσει | να έχουν ενοικήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενοικώ
|