ενσαρκώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενσαρκώνω < ελληνιστική κοινή ἐνσαρκόομαι < ἔνσαρκος < αρχαία ελληνική σάρξ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική incarner)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενσαρκώνω (παθητική φωνή: ενσαρκώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]