εντελβάις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

εντελβάις

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εντελβάις < (άμεσο δάνειο) γερμανική Edelweiß

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εντελβάις ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]