ενωμοτάρχης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐνωμοτάρχης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ενωμοτάρχης οι ενωμοτάρχες
      γενική του ενωμοτάρχη των ενωμοταρχών
    αιτιατική τον ενωμοτάρχη τους ενωμοτάρχες
     κλητική ενωμοτάρχη
(ενωμοτάρχα)
ενωμοτάρχες
Και λόγια κλητική ενικού σε επίσημο ή ειρωνικό ύφος.
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενωμοτάρχης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνωμοτάρχης < ἐνωμοτία (< ἐνώμοτος < ὄμνυμι) + -άρχης (< ἄρχω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.no.moˈtaɾ.çis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νω‐μο‐τάρ‐χης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενωμοτάρχης αρσενικό

  1. (παρωχημένο) υπαξιωματικός της χωροφυλακής (κάτω απ’ τον ανθυπασπιστή και πάνω από τον υπενωμοτάρχη
  2. (παρωχημένο, στρατιωτικός βαθμός) υπαξιωματικός του στρατού ξηράς, διοικητής ενωμοτίας

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]