ενωτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενωτικό τα ενωτικά
      γενική του ενωτικού των ενωτικών
    αιτιατική το ενωτικό τα ενωτικά
     κλητική ενωτικό ενωτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενωτικό ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ενωτικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική trait d'union[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.no.tiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νω‐τι‐κό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενωτικό ουδέτερο

  • (γραμματική) η μικρή οριζόντια γραμμή (-) που τοποθετείται στη μέση του ύψους των γραμμάτων μια αράδας κειμένου και συνδέει συλλαβές ή λέξεις που αποτελούν μία ενότητα

Σημειώσεις[επεξεργασία]

ΣτΕ: Στην πράξη, αλλά και σε λεξικά, χρησιμοποιείται σε σύνθετα, σε επαναλήψεις λέξεων και σε δάνεια διατηρώντας το ενωτικό των ξένων γλωσσών.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ενώνω

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ενωτικό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ενωτικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Παπαναστασίου, Γιώργος. Νεοελληνική ορθογραφία, ιστορία, θεωρία, εφαρμογή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2008 (1η έκδοση) ΙSBN 978‑960‑231‑131‑8 κεφάλαιο 13.2. «Ενωτικό» σελ. 469‑471.