εν ενεργεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εν ενεργεία < (καθαρεύουσα) ἐν ἐνεργείᾳ (δοτική ενικού του ἐνέργεια) → δείτε τις λέξεις εν, ενέργεια και ενεργός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση[επεξεργασία]

εν ενεργεία

  • (λόγιο) σε ενέργεια, σε ενεργή υπηρεσία
    στρατιωτικός εν ενεργεία, υπάλληλος εν ενεργεία

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]