εν οίνω αλήθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εν οίνω αλήθεια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐν οἴνῳ ἀλήθεια < ἐν, οἴνῳ (δοτική ενικού του οἶνος) & ἀλήθεια → δείτε τις λέξεις εν, οίνος και αλήθεια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /en ˈi.no aˈli.θça/ (νεότερη προφορά)
Έκφραση[επεξεργασία]
εν οίνω αλήθεια
- (λόγιο) κυριολεκτικά: στο κρασί [βρίσκεται] η αλήθεια (όταν κάποιος έχει πιει δείχνει τον πραγματικό του χαρακτήρα και συμπεριφορά)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εν οίνω αλήθεια
|
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)