εν τη γενέσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐν τῇ γενέσει

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εν τη γενέσει < καθαρεύουσα ἐν τῇ γενέσει < ἐν (τῇ) γενέσει (δοτική ενικού του γένεσις) → δείτε τις λέξεις εν και γένεση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /en‿ti‿ʝeˈne.si/ & /en‿di‿ʝeˈne.si/

Έκφραση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]