εν ψυχρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εν ψυχρώ < (καθαρεύουσα ) ἐν ψυχρῷ < ἐν + ψυχρῷ (δοτική ενικού του ψυχρός) → δείτε τις λέξεις εν και ψυχρός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
εν ψυχρώ (λόγιο)
- σε ψυχρή κατάσταση, ψυχρά
- ψύχραιμα, χωρίς ηθικές αναστολές
- ↪ (νομικός όρος) εκτέλεση εν ψυχρώ
- πολυτονική γραφή: ἐν ψυχρῷ
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εν ψυχρώ
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)