εξαγορά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξαγορά οι εξαγορές
      γενική της εξαγοράς των εξαγορών
    αιτιατική την εξαγορά τις εξαγορές
     κλητική εξαγορά εξαγορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξαγορά < εξαγορ(άζω) + κατάληξη θηλυκού (αναδρομικός σχηματισμός), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική rachat [1] < ελληνιστική κοινή ἐξαγοράζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ksa.ɣoˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξα‐γο‐ρά
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐α‐γο‐ρά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξαγορά θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]