εξευτελιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξευτελιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εξευτελιστικός
- που εξευτελίζει, προσβλητικός
- πάρα πολύ μικρός
- έχει μεγάλη ανάγκη και πουλάει το αυτοκίνητό του σε εξευτελιστική τιμή