εξηκονταδικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξηκονταδικός η εξηκονταδική το εξηκονταδικό
      γενική του εξηκονταδικού της εξηκονταδικής του εξηκονταδικού
    αιτιατική τον εξηκονταδικό την εξηκονταδική το εξηκονταδικό
     κλητική εξηκονταδικέ εξηκονταδική εξηκονταδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξηκονταδικοί οι εξηκονταδικές τα εξηκονταδικά
      γενική των εξηκονταδικών των εξηκονταδικών των εξηκονταδικών
    αιτιατική τους εξηκονταδικούς τις εξηκονταδικές τα εξηκονταδικά
     κλητική εξηκονταδικοί εξηκονταδικές εξηκονταδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξηκονταδικός < εξήντα

Επίθετο[επεξεργασία]

εξηκονταδικός, -ή, -ό ή εξηνταδικός

  1. που αναφέρεται σε σύστημα αρίθμησης με βάση το εξήντα (εξηνταδικό σύστημα αρίθμησης)
    ※  Παράδειγμα χρήσης του εξηκονταδικού συστήματος είναι στη μέτρηση του χρόνου. Ο χρόνος γράφεται πάντα σαν τριψήφιος εξηκονταδικός αριθμός (Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ηπείρου, Τμήμα Τεχνολόγων Γεωπόνων, Γεωμορφολογία Τοπογραφία, Ενότητα 2: Μονάδες μέτρησης και αριθμητικά συστήματα, Γρηγόριος Βάρρας, Αν. Καθηγητής, Άρτα, 2015)
  2. που αφορά τμήματα / μέρη εξηκοντάδας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]