εξονυχιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εξονυχιστικός
- (λόγιο) για διαδικασία, πράξη κλπ.) λεπτομερής και πολύ προσεκτικός, που γίνεται χωρίς να ξεφύγει τίποτα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εξονυχιστικά
- → δείτε τις λέξεις εξονυχίζω και νύχι