εξουθενωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξουθενωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξουθενώνω, εξουθενώνομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
εξουθενωμένος, -η, -ο
- που έχει εξουθενωθεί, που έχει καταπονηθεί υπερβολικά