εξτρά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: έξτρα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξτρά < (λόγιο δάνειο) γαλλική extra. Συγκρίνετε με το έξτρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eksˈtɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξ‐τρά

Επίθετο[επεξεργασία]

εξτρά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξτρά ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]