εξυπνάκιας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξυπνάκιας οι εξυπνάκηδες
      γενική του εξυπνάκια των εξυπνάκηδων
    αιτιατική τον εξυπνάκια τους εξυπνάκηδες
     κλητική εξυπνάκια εξυπνάκηδες
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξυπνάκιας < έξυπν(ος) + -άκιας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξυπνάκιας αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις έξυπνος, ξυπνώ και ύπνος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]