εξωθώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξωθώ < αρχαία ελληνική ἐξωθέω / ἐξωθῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική pousser)

Ρήμα[επεξεργασία]

εξωθώ (παθητική φωνή: εξωθούμαι)

  1. ωθώ με βία και προς τα έξω
  2. (μεταφορικά) πιέζω κάποιον να κάνει κάτι που δεν θέλει ή κάτι που θα έχει άσχημα αποτελέσματα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]