εξώλης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐξώλης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξώλης η εξώλης το εξώλες
      γενική του εξώλους* της εξώλους του εξώλους
    αιτιατική τον εξώλη την εξώλη το εξώλες
     κλητική εξώλη(ς) εξώλης εξώλες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξώλεις οι εξώλεις τα εξώλη
      γενική των εξώλων των εξώλων των εξώλων
    αιτιατική τους εξώλεις τις εξώλεις τα εξώλη
     κλητική εξώλεις εξώλεις εξώλη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «πλήρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξώλης < αρχαία ελληνική ἐξώλης < ὄλλυμι

Επίθετο[επεξεργασία]

εξώλης, -ης, -ες

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]