επίγονος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπίγονος, Ἐπίγονος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επίγονος οι επίγονοι
      γενική του επιγόνου
επίγονου
των επιγόνων
    αιτιατική τον επίγονο τους επιγόνους
επίγονους
     κλητική επίγονε επίγονοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επίγονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίγονος (γεννημένος κατόπιν) < ἐπί ( επί- + -γονος )

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈpi.ɣo.nos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επίγονος αρσενικό

  1. μεταγενέστερος κάποιου
     συνώνυμα: διάδοχος
  2. συνεχιστής του έργου των πρωταγωνιστών μιας σημαντικής περιόδου ή κινήματος
  3. (στον πληθυντικό) Επίγονοι → δείτε τη λέξη Ἐπίγονοι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]